λιόχαρος

λιόχαρος
η , ο солнечный; радостный, лучезарный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λιόχαρος" в других словарях:

  • λιόχαρος — η, ο 1. ηλιοχαρής, αυτός που χαίρεται τις ακτίνες τού ήλιου, ο γεμάτος ήλιο και χαρά 2. χαρακτηρισμός για τα άγρια φυτά που αναπτύσσονται το καλοκαίρι με ξηρασία …   Dictionary of Greek

  • (η)λιόχαρος — η, ο που φωτίζεται άπλετα από τις ηλιακές ακτίνες και δίνει την εντύπωση ότι χαίρεται γι αυτό: Ηλιόχαρη ακροθαλασσιά. λιόχαρος η, ο γεμάτος ήλιο και χαρά, ο ηλιόλουστος: Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα (Λ. Πορφύρας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιόχαρος — και λιόχαρος, η, ο (για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται επειδή καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη ακρογιαλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χαρος (< χαρά), πρβλ. περί χαρος, πολεμό χαρος] …   Dictionary of Greek

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»